- υπερτέλεια
- η / ὑπερτέλεια, ΝΜνεοελλ.βιολ. υπέρμετρη ανάπτυξη ορισμένων οργάνων τών οποίων το μέγεθος υπερβαίνει τις χρήσιμες διαστάσεις και γίνεται άχρηστο ή και επιβλαβές, όπως λ.χ. οι μεγάλοι χαυλιόδοντες τού μαμούθ κ.ά.μσν.ο μεγαλύτερος αριθμός («τὴν ὑπερτέλειαν τῶν πολεμίων», Σχολ.Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypertely < ὑπερ-* + -τέλεια (< -τελής < τέλος)].
Dictionary of Greek. 2013.